- ἀσκωλίζω
ἀσκωλίζω, VLL., = ἀσκωλιάζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀσκωλίζω, VLL., = ἀσκωλιάζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀσκωλίζω — pres subj act 1st sg ἀσκωλίζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκωλίζω — βλ. ασκωλιάζω … Dictionary of Greek
ἀσκωλίζειν — ἀσκωλίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκωλίζοντες — ἀσκωλίζω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ασκώλια — Ἀσκώλια, τα (Α) η δεύτερη μέρα των «εν αγροίς» Διονυσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασκώλια πιθ. < ασκός, μέσω ενός επιθήματος ō(lο) . Η άποψη κατά την οποία λαμβάνεται ως βάση τ. *άσκωλος < *αν σκωλος (πρβλ. αφ ενός σκωλοβατίζω «βαδίζω με ξυλοπόδαρα»… … Dictionary of Greek
ασκωλιάζω — ἀσκωλιάζω και ἀσκωλίζω (Α) [ασκώλια] 1. πηδώ πάνω σε ασκό στη γιορτή των Ασκωλίων 2. πηδώ στο ένα πόδι, συνήθως στο αριστερό … Dictionary of Greek