- ἀσκωλιασμός
ἀσκωλιασμός, ὁ, das Tanzen u. Springen auf einem Beine, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀσκωλιασμός, ὁ, das Tanzen u. Springen auf einem Beine, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ασκωλιασμός — ἀσκωλιασμός, ο (Α) [ασκωλιάζω] το πήδημα επάνω σε ασκί … Dictionary of Greek
ἀσκωλιασμός — leaping on greased wineskins masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διονύσια — Κύκλος γιορτών που τελούνταν στην Αττική κατά την αρχαιότητα προς τιμήν του θεού Διονύσου. Οι γιορτές αυτές ήταν τα Κατ’ αγρούς Δ., τα ΑνθεστήριαΛήναια και τα ΜεγάλαΚατ’ άστυ Δ. Τα Κατ’ αγρούς Δ. γιορτάζονταν σε όλους τους δήμους της Αττικής τον… … Dictionary of Greek