- ὀσμύλιον
ὀσμύλιον, τό, dim. von ὀσμύλη, Ar. bei Poll. 2, 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀσμύλιον, τό, dim. von ὀσμύλη, Ar. bei Poll. 2, 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οσμύλιον — ὀσμύλιον, τὸ (Α) [οσμύλος] 1. υποκορ. τού οσμύλος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄζαινα» … Dictionary of Greek
ὀσμύλιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσμύλια — ὀσμύλιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)