ἀσβόλη

ἀσβόλη

ἀσβόλη, , Ruß, unattisch, Lob. zu Phryn. p. 113.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀσβόλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱σβόλη , ἀσβολάω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀσβολάω pres imperat act 2nd sg (doric) ἀ̱σβόλη , ἀσβολάω imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ἀσβολάω pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσβόλῃ — ἀσβόλη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασβόλη — η (AM ἀσβόλη, η Α και ἄσβολος, η, ο) η καπνιά, η μαύρη σκόνη που κάθεται πάνω στους τοίχους από καπνό φωτιάς νεοελλ. η συμφορά, η δυστυχία μσν. το μαύρισμα, το μουτζούρωμα με καπνιά αρχ. η ψιλή σκόνη από τα κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύποι αβέβαιης… …   Dictionary of Greek

  • ασβόλη — η μαυρίλα από καπνό, καπνιά, φούμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσβόληι — ἀσβόλῃ , ἀσβόλη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσβόλην — ἀσβόλη fem acc sg (attic epic ionic) ἀ̱σβόλην , ἀσβολάω imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀ̱σβόλην , ἀσβολάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀσβολάω imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀσβολάω imperf ind act 1st sg (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσβόλης — ἀσβόλη fem gen sg (attic epic ionic) ἀ̱σβόλης , ἀσβολάω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱σβόλης , ἀσβολάω imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἀ̱σβόλης , ἀσβολάω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀσβολάω pres ind act 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασβολοποιός — ἀσβολοποιός, όν (Μ) αυτός που μετατρέπει κάτι σε ασβόλη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασβόλη + ποιός < ποιώ] …   Dictionary of Greek

  • συνασβολώ — όω, Α μαυρίζω κάτι με ασβόλη, με καπνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀσβολῶ «μαυρίζω, σκεπάζω με καπνιά» (< ἀσβόλη)] …   Dictionary of Greek

  • άσβολος — ἄσβολος, η, ο (Α) η ασβόλη* …   Dictionary of Greek

  • ίπνιος — ἴπνιος, ία, ον (Α) [ιπνός] 1. αυτός που ανήκει στον ιπνόν*, στον κλίβανο, στον φούρνο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴπνια η αιθάλη, η ασβόλη, η καπνιά 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σωρό κοπριάς, σε κοπρώνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”