ἀ-σχήμων

ἀ-σχήμων

ἀ-σχήμων, ον (σχῆμα) ungestaltet, häßlich, Herodian. 5, 6, 24; bes. übertr., unanständig, turpis, αγχόναι Eur. Hel. 306; öfter bei Plat., auch Sp. – Adv ἀσχημόνως; οὐκ ἀσχημονέστατα Legg. XII, 959 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετεροσχήμων — ἑτεροσχήμων, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει διαφορετικό σχήμα, ο ετερόσχημος 2. αυτός που έχει αλλοιωμένο ή διεστραμμένο το σχήμα. επίρρ... ἑτεροσχημόνως (Α) με διαφορετικό ή αλλοιωμένο σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + σχήμων (< σχήμα), πρβλ. πολυ… …   Dictionary of Greek

  • ευσχήμων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε επίσκοπος στη Λάμψακο της Μικράς Ασίας. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαρτίου. * * * εὐσχήμων, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ωραία εμφάνιση 2. ευπρεπής, κόσμιος στην εμφάνιση και στη… …   Dictionary of Greek

  • καινοσχήμων — καινοσχήμων, όσχημον (AM) (μόνο στο ουδ.) καινόσχημον αυτό που σχηματίστηκε με νέο ή ιδιάζοντα τρόπο, που έλαβε νέο, ασυνήθιστο σχήμα («καινόσχημόν ἐστι κατὰ σύνταξιν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. ευ σχήμων, μεγαλο… …   Dictionary of Greek

  • κακοσχήμων — κακοσχήμων, όσχημον (Α) απρεπής, άτοπος. επίρρ... κακοσχημόνως (Α) με κακοσχήμονα τρόπο, όχι κόσμια, κακώς, απρεπώς, ατόπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. απλο σχήμων, καινο σχήμων] …   Dictionary of Greek

  • μικροσχήμων — μικροσχήμων, μικρόσχημον (Μ) μικρόσχημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. ευ σχήμων, μεγαλο σχήμων] …   Dictionary of Greek

  • άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… …   Dictionary of Greek

  • λευκοσχήμων — λευκοσχήμων, ὁ, ἡ (Α) άσπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. κακο σχήμων] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοσχήμων — ον (Α μεγαλοσχήμων, ον) (για μοναχό) μεγαλόσχημος* αρχ. μεγαλοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. ευ σχήμων] …   Dictionary of Greek

  • ομοιοσχήμων — ὁμοιοσχήμων, ον (Α) αυτός που έχει το ίδιο σχήμα με κάποιον άλλο, ομοιόσχημος. επίρρ... ὁμοιοσχημόνως (ΑΜ) με την ίδια μορφή, στο ίδιο σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλο σχήμων] …   Dictionary of Greek

  • ομοσχήμων — ὁμοσχήμων, ον (Α) αυτός που έχει το ίδιο σχήμα, την ίδια μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλο σχήμων] …   Dictionary of Greek

  • πανσχήμων — ον, Α αυτός που έχει κάθε είδους σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλο σχήμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”