ἀ-σφαλίζω

ἀ-σφαλίζω

ἀ-σφαλίζω, sichern, schützen, Pol. 18, 23; bes. med., in derselben Bdtg, χώραν 4, 60; ἄκραν τείχεσι 4. 65 u. öfter; τί, gegen etwas, 6, 22. 9, 3; ἠσφάλισμαι ist sowohl pass., 1, 42 u. sonst, als act., 5, 43. Ebenso N. T.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σφαλίζω — 1 σφάλισα βλ. πίν. 33 2 σφάλιξα βλ. πίν. 23 Σημειώσεις: σφαλίζω : ο τύπος σφαλ(ν)ώ ( άς), που αναφέρεται από τον Τριανταφυλλίδη (1941, σελ. 351, 354), δε συνηθίζεται στην κοινή νεοελληνική. Επειδή πάντως υπάρχει ισοδύναμος τύπος σε ίζω (σφαλίζω) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σφαλίζω — fetter pres subj act 1st sg σφαλίζω fetter pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαλίζω — και σφαλνώ σφάλισα, σφαλίστηκα, σφαλισμένος, κλείνω: Σφάλισε τα μάτια του. – Σφάλισε την πόρτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφαλίζω — ΝΜΑ [σφαλός] νεοελλ. κλείνω μέσα, περιορίζω νεοελλ. μσν. 1. κλείνω («το λαγουτάρι αναζητά, τού τραγουδιού θυμάται και τα βιβλία σφάλιξε», Ερωτόκρ.) 2. φράζω τη δίοδο, εμποδίζω («ἐγὼ ἐκεῑνον τὸν Μουσοὺρ ἀπέκτεινα δικαίως τὸν λῃστήν, ποὺ σφάλιζεν… …   Dictionary of Greek

  • ἐσφαλισμένα — σφαλίζω fetter perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσφαλισμένᾱ , σφαλίζω fetter perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσφαλισμένᾱ , σφαλίζω fetter perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαλίσαι — σφαλίζω fetter aor inf act σφαλίσαῑ , σφαλίζω fetter aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαλιζέσθω — σφαλίζω fetter pres imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαλισθῆναι — σφαλίζω fetter aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαλίζεται — σφαλίζω fetter pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαλίζοντες — σφαλίζω fetter pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαλίζων — σφαλίζω fetter pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”