- ὀσφράδιον
ὀσφράδιον, τό, = ὀσφραντήριον, sp. Medic.; vgl. Lob. Phryn. 74.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀσφράδιον, τό, = ὀσφραντήριον, sp. Medic.; vgl. Lob. Phryn. 74.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀσφράδιον — nosegay neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφράδια — ὀσφράδιον nosegay neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οσφράδιο — το (Μ ὀσφράδιον) [όσφρα] κάθε ουσία που επενεργεί δραστικά στο νευρικό σύστημα και διεγείρει με την έντονη οσμή της, όπως ο αιθέρας, η αμμωνία κ.ά. νεοελλ. ζωολ. μικρό χημειοαισθητήριο όργανο τού μανδύα τών υδρόβιων μαλακίων το οποίο ελέγχει το… … Dictionary of Greek