- ὀστ-ώδης
ὀστ-ώδης, ες, knochenartig, knochig, Arist. bei Ath. VII, 310; Xen. Equ. 1, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀστ-ώδης, ες, knochenartig, knochig, Arist. bei Ath. VII, 310; Xen. Equ. 1, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλεγρεώδης — ώδες, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φλέγρα* 2. όμοιος με την Φλέγρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φλέγρα + κατάλ. ε ώδης, από ον. που έχουν θ. με ε (πρβλ. ὀστ ε ώδης)] … Dictionary of Greek