- ἀ-στίβητος
ἀ-στίβητος, dasselbe, οἶμος Lycophr. 121.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-στίβητος, dasselbe, οἶμος Lycophr. 121.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υγροστίβητος — ον, Μ (για τη θάλασσα) αυτός που έχει υγρούς δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + στίβητος (< στιβῶ < στίβος «δρόμος, μονοπάτι»)] … Dictionary of Greek