ἀστίτης

ἀστίτης

ἀστίτης, , der Bürger, Städter, Soph. frg. 81. 82.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αστίτης — ἀστίτης, ο (Α) ο αστός, ο πολίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ κατά το πολ ίτης] …   Dictionary of Greek

  • ἀστίτης — townsman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστίταις — ἀστίτης townsman masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστίτας — ἀστίτᾱς , ἀστίτης townsman masc acc pl ἀστίτᾱς , ἀστίτης townsman masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστυ — Τίτλος δύο εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία γελοιογραφική εφημερίδα που εκδιδόταν από το 1885 έως το 1889 στην Αθήνα πρώτα από τον Μπ. Άννινο και στη συνέχεια από τον Θ. Άννινο. Με την εφημερίδα αυτή συνεργάστηκαν κατά διαστήματα ο Γ. Σουρής, ο Δ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”