- ἀστλέγγιστος
ἀστλέγγιστος, ὄλπη, ungestriegelt, nicht abgerieben, Leon. Tar. 11 (VI, 298).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀστλέγγιστος, ὄλπη, ungestriegelt, nicht abgerieben, Leon. Tar. 11 (VI, 298).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αστλέγγιστος — ἀστλέγγιστος, ον (Α) αυτός που δεν έχει καθαριστεί με στλεγγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στλεγγίζω < στλεγγίς «είδος ξύστρας, με την οποία καθάριζαν τη ρυπαρότητα του σώματος στο λουτρό ή στην παλαίστρα»] … Dictionary of Greek
ἀστλέγγιστον — ἀστλέγγιστος not scraped clean masc/fem acc sg ἀστλέγγιστος not scraped clean neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)