ὀστο-λογία

ὀστο-λογία

ὀστο-λογία, , das Aufsammeln von Knochen, bes. nach Verbrennung des Leichnams, D. Sic. 4, 38.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • κόκαλο — το 1. οστό: Πέταξε στα σκυλιά τα κόκαλα. 2. κάθε εργαλείο που είναι κατασκευασμένο από κόκαλο. 3. φρ., «Έμεινε πετσί και κόκαλο», αδυνάτισε πολύ. 4. φρ., «Eίναι γερό κόκαλο», έχει μεγάλη σωματική αντοχή. 5. παροιμ., «H γλώσσα κόκαλα δεν έχει και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”