- ὀστο-κόπος
ὀστο-κόπος, ὁ, = ὀστεοκόπος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀστο-κόπος, ὁ, = ὀστεοκόπος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek