ἀστεῖος

ἀστεῖος

ἀστεῖος, auch 2 End., städtisch u. dah. sein gebildet, witzig, vgl. bes. Xen. Cyr. 2, 2, 12, wo die ἀστεῖοι καὶ εὐχάριτες den ἀλαζόνες als solche entgegengesetzt werden, die Lachen erregen, μήτε ἐπὶ ζημίᾳ τῶν ἀκουόντων, μήτε ἐπὶ τῷ ἑαυτῶν κέρδει, μήτε ἐπὶ βλάβῃ μηδεμιᾷ; Cyr. 8, 4, 23; ἂν ἓν ἢ δύο ἀστεῖα εἴπωσι Dem. 23. 206. Bei Isocr. 2, 34 Ggstz ταπεινός. Bei Plat. theils freundlich, theilnehmend, Phaed. 116 d, theils spaßhaft, εὐήϑεια Phaedr. 242 e, λόγοι 227 e; Spötter, Rep. V, 452 d; Sp. = gut, dem αἰσχρός entgeggsetzt, Plut. Them. 5; bes. von Waaren, sein, sauber. – Adv. ἀστείως, ἐπισκώπτειν Luc. Nigr. 13; ὑποκορίζεσϑαι Plut. Sol. 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀστεῖος — of the town masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστείος, -α — ο επίρρ. α 1. αυτός που με λόγια ή πράξεις προκαλεί γέλιο, ευτράπελος, χωρατατζής: Πολύ αστείος τύπος ο φίλος σου. 2. γελοίος: Είσαι πολύ αστείος με αυτό το ντύσιμο. 3. ασήμαντος, ανάξιος λόγου: Αστεία υπόθεση αυτή. 4. το ουδ. ως ουσ., αστείο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστείος — α, ο (AM ἀστεῖος, α, ον και ος, ον) 1. (για λόγο) ο έξυπνος, ο ευτράπελος 2. (για πρόσ.) ο ευχάριστος, ο ευφυολόγος νεοελλ. 1. ο μηδαμινός, ο ασήμαντος («αστείο κέρδος») 2. το ουδ. ως ουσ. το ευφυολόγημα, το χωρατό, η εξυπνάδα αρχ. 1. ο… …   Dictionary of Greek

  • ἀστεῖον — ἀστεῖος of the town masc acc sg ἀστεῖος of the town neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀστείω — Ἄστειος masc nom/voc/acc dual Ἄστειος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεῖα — ἀστεῖος of the town neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεῖαι — ἀστεῖος of the town fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεῖε — ἀστεῖος of the town masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεῖοι — ἀστεῖος of the town masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀστείοις — Ἄστειος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀστείοισιν — Ἄστειος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”