- ὀστεο-γενής
ὀστεο-γενής, ές, von Knochen erzeugt, τὸ ὀστεογενές nannte Plato das Rückenmark, nach Arist. topic. 6, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀστεο-γενής, ές, von Knochen erzeugt, τὸ ὀστεογενές nannte Plato das Rückenmark, nach Arist. topic. 6, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κογχογενής — κογχογενής, ές (Α) αυτός που προέρχεται από κοχύλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη + γενής (< γένος), πρβλ. ορνιθο γενής, οστεο γενής] … Dictionary of Greek
χονδρογενής — ές, Ν (για οστό) αυτός που προκύπτει από χόνδρινο πρόπλασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. οστεο γενής] … Dictionary of Greek