- ἀστειότης
ἀστειότης, ητος, ἡ, dasselbe, Schol. Ar. Av. 195.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀστειότης, ητος, ἡ, dasselbe, Schol. Ar. Av. 195.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀστειότης — prettiness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστειότητα — ἀστειότης prettiness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστειότητι — ἀστειότης prettiness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστειότητος — ἀστειότης prettiness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστειότητα — η (AM ἀστειότης) η ιδιότητα του αστείου νεοελλ. αστείος, όχι σοβαρός λόγος ή ενέργεια μσν. αρχ. 1. η ευγένεια, η ευπρέπεια, η ανωτερότητα 2. η ομορφιά, η λεπτότητα … Dictionary of Greek