- ἀστύ-τριψ
ἀστύ-τριψ, ιβος, immer in der Stadt lebend, Philostr. imagg. 2, 26; Critias Poll. 9, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀστύ-τριψ, ιβος, immer in der Stadt lebend, Philostr. imagg. 2, 26; Critias Poll. 9, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θησειότριψ — θησειότριψ, ὁ (Α) αυτός που έχει καταφύγει και διαμένει στο Θησείο, δραπέτης δούλος ή εγκληματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θησείον + τριψ (< τρίβω «περνώ τον καιρό μου»), πρβλ. αστύ τριψ, οικό τριψ] … Dictionary of Greek
οικότριψ — οἰκότριψ, ιβος, ὁ (Α) 1. δούλος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο σπίτι («μετὰ τῶν οἰκοτρίβων παίζειν», Αιλ.) 2. μτφ. εξοικειωμένος με κάτι («οἰκότριβες ἐν φιλοσοφίᾳ», Φιλόδ.) 3. φρ. «οἰκότριψ κλώψ» ποντίκι που έχει τη φωλιά του μέσα στο σπίτι.… … Dictionary of Greek