- ᾀστόω
ᾀστόω, = ἀϊστόω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ᾀστόω, = ἀϊστόω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αϊστόω — ἀιστόω και ᾀστόω (Α) 1. κάνω κάποιον ή κάτι άφαντο, αφανίζω, καταστρέφω 2. φονεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄιστος. ΠΑΡ. αρχ. ἀίστωσις, αἰστωτήριος] … Dictionary of Greek