ἀστυ-νόμος

ἀστυ-νόμος

ἀστυ-νόμος, ον, Stadt beschützend, lenkend, ϑεοί Aesch. Ag. 88; όργαί, staatskluge Gedanken, Soph. Ant. 353; ἀγλαΐαι, Festlichkeiten, welche die ganze Stadt angehen, Pind. N. 9, 31. Subst. οἱ ἀστυνόμοι, eine Obrigkeit in Athen, welche die Straßen- u. Baupolizei verwaltete, ähnlich den römischen Aedilen, die auch von Sp. zuweilen so übersetzt werden, Plat. Legg. VI, 759 ff XI, 913 ff. Lys. 1, 15 Dem. 24, 112.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

  • Αττικής, νομός — Ο ν.Α. προήλθε από τη συγχώνευση των μέχρι τότε δύο νομών Αττικής και Πειραιώς (1972). Έχει έκταση 3.808 τ. χλμ., συνορεύει με τους νομούς Ευβοίας, Βοιωτίας και Κορινθίας και περιλαμβάνει 91 δήμους και 33 κοινότητες (2001). Με τον νόμο 1599/86, ο …   Dictionary of Greek

  • κληρονόμος — και κλερονόμος, ο, η, θηλ. και κληρονόμα (AM κληρονόμος, ό, Α δωρ. τ. κλαρονόμος, Μ και κλερονόμος) 1. το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πήρε ή που δικαιούται να πάρει κληρονομιά (α. «είναι ο μοναδικός κληρονόμος τού θείου του» β. «κληρονόμους τών… …   Dictionary of Greek

  • πολιανόμος — ὁ, Α άρχοντας τής πόλης ο οποίος είχε αστυνομικά καθήκοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις, ιος + νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. αστυ νόμος. Για τη μορφή τού α συνθετικού πολια βλ. λ. πολίτης / πολιᾱτας] …   Dictionary of Greek

  • αστυνόμος — ο (Α ἀστυνόμος) νεοελλ. 1. ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας 2. προϊστάμενος αστυνομικού σταθμού, τμήματος κ.λπ. μσν. ο αστός, αυτός που κατοικεί σε πόλη αρχ. 1. αυτός που προστατεύει την πόλη α) «ἀστυνόμαι θεαί» 6) «ἀστυνόμαι ἀγλαΐαι» επίσημες …   Dictionary of Greek

  • δεκεμβριανός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται ή έγινε τον μήνα Δεκέμβριο («δεκεμβριανό χιόνι») 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα δεκεμβριανά τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Αθήνα τον Δεκέμβριο τού 1944 μετά την κυβερνητική κρίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < Δεκέμβριος. Η λ …   Dictionary of Greek

  • κελεύω — (ΑΜ κελεύω) παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω νεοελλ. (για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος») αρχ. 1. (αντίθ. τού επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ 2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή… …   Dictionary of Greek

  • κτηνιατρείο — Ιατρείο για την περίθαλψη άρρωστων ζώων. Γενικότερα, αποτελεί μία κτηνιατρική υπηρεσία περιορισμένης αρμοδιότητας, που φροντίζει τόσο για τη νοσηλεία των άρρωστων ζώων όσο και για την προληπτική προάσπιση της υγείας τους. Η περίθαλψη των ζώων… …   Dictionary of Greek

  • κωκυτός — Ποταμός της Θεσπρωτίας, που μαζί με τον Αχέροντα εκβάλλει στην Αχερουσία λίμνη. Κατά την αρχαιότητα, πίστευαν γι’ αυτόν, όπως και για τον Αχέροντα, ότι τα νερά του ήταν δηλητηριασμένα από ανθρωπόμορφο δράκοντα και ότι μέσω της Αχερουσίας οδηγούσε …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”