ἀστυ-πόλος

ἀστυ-πόλος

ἀστυ-πόλος, , der sich immer in der Stadt aufhält, Synes.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολεύω — Α 1. περιφέρομαι, κινούμαι γύρω από κάτι («οὐδὲ θύγατρας οὐδ ἄλοχον... Ἰθάκης κατά ἄστυ πολεύειν», Ομ. Οδ.) 2. σκάβω με άροτρο τη γη, οργώνω («Γᾱν... ἱππείῳ γένει πολεύων», Σοφ.) 3. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ πολεύων ο πλανήτης που κυριαρχεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”