ἀστραῖος

ἀστραῖος

ἀστραῖος, gestirnt, Nonn.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἀστραῖος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστραίος — Μυθολογικό πρόσωπο. Τιτάνας που έλαβε μέρος στην μάχη εναντίον του Δία και νυμφεύτηκε την Ηώ, από την οποία απέκτησε τον Ζέφυρο, τον Βορέα, τον Νότο και την Αστραία. * * * ἀστραῑος, αία, ον (Α) [άστρον] 1. ο έναστρος, ο γεμάτος άστρα 2. αυτός που …   Dictionary of Greek

  • ἀστραίων — ἀστραῖος starry fem gen pl ἀστραῖος starry masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστραιον — ἀστραῖος starry masc acc sg ἀστραῖος starry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀστραῖον — Ἀστραῖος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραίαις — ἀστραῖος starry fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραίη — ἀστραῖος starry fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραίην — ἀστραῖος starry fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραίης — ἀστραῖος starry fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀστραίοιο — Ἀστραῖος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραίοιο — ἀστραῖος starry masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”