- ὀστρέϊνος
ὀστρέϊνος, von der Muschel, zur Muschel gehörig; bei Plat. Phil. 21 c ist ὀστρεΐνων Lesart der codd. für die vulg. ὀστρείων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀστρέϊνος, von der Muschel, zur Muschel gehörig; bei Plat. Phil. 21 c ist ὀστρεΐνων Lesart der codd. für die vulg. ὀστρείων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οστρέινος — η, ο (Α ὀστρέϊνος, ΐνη, ον) [όστρεον] αυτός που ανήκει σε όστρεο ή που προέρχεται ή κατασκευάζεται από όστρεο αρχ. ερυθρός, πορφυρός, κόκκινος … Dictionary of Greek
ὀστρείνων — ὀστρεΐνων , ὀστρέϊνος of fem gen pl ὀστρεΐνων , ὀστρέϊνος of masc/neut gen pl ὀστρέινος of fem gen pl ὀστρέινος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρείνοις — ὀστρεΐνοις , ὀστρέϊνος of masc/neut dat pl ὀστρέινος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρείνου — ὀστρεΐνου , ὀστρέϊνος of masc/neut gen sg ὀστρέινος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρείνῳ — ὀστρεΐνῳ , ὀστρέϊνος of masc/neut dat sg ὀστρέινος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρέινον — ὀστρέϊνον , ὀστρέϊνος of masc acc sg ὀστρέϊνον , ὀστρέϊνος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οστρίνος — ὀστρῑνος, ίνη, ον (Α) (για ένδυμα) πορφυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ostrinus «οστρεϊνος, πορφυρός» (< ostrum «όστρεον», βλ. λ. όστρακο)] … Dictionary of Greek
ὀστρέινα — ὀστρέϊνα , ὀστρέϊνος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)