- ἀστρο-δίαιτος
ἀστρο-δίαιτος, ὁ, unter den Sternen, d. h. unter freiem Himmel lebend, Orph. H. 11, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀστρο-δίαιτος, ὁ, unter den Sternen, d. h. unter freiem Himmel lebend, Orph. H. 11, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοπροδίαιτος — κοπροδίαιτος, ον (Μ) αυτός που τρέφεται με κόπρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αστρο δίαιτος, οικο δίαιτος] … Dictionary of Greek
λιτοδίαιτος — η, ο (Α λιτοδίαιτος, ον) 1. αυτός που ζει απλά, ολιγαρκής 2. το ουδ. ως ουσ. το λιτοδίαιτο(ν) ο λιτός βίος, η λιτότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αδρο δίαιτος, αστρο δίαιτος] … Dictionary of Greek