- ἀστρο-νόμος
ἀστρο-νόμος, ὁ (eigtl. die Sterne in Sternbilder vertheilend), der Sternkundige, Sternbetrachtende, Plat. u. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀστρο-νόμος, ὁ (eigtl. die Sterne in Sternbilder vertheilend), der Sternkundige, Sternbetrachtende, Plat. u. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Necronomicón — Elemento de atrezo diseñado para parecerse al Necronomicón. El Necronomicón (en griego Nεκρονομικόv) es un grimorio (libro mágico) ficticio ideado por el escritor estadounidense Howard Phillips Lovecraft, uno de los maestros de la literatura de… … Wikipedia Español
κοσμονομία — το σύνολο τών φυσικών νόμων που διέπουν το σύμπαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + νομία (< νόμος < νέμω «μοιράζω, διοικώ») πρβλ. αστρο νομία, στρατο νομία] … Dictionary of Greek