- πατρωνεία
πατρωνεία, ἡ, das lat., patronatus, D. Hal. 2. 10, wo πατρωνία steht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατρωνεία, ἡ, das lat., patronatus, D. Hal. 2. 10, wo πατρωνία steht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατρωνεία — και πατρωνία, ἡ, Α η ιδιότητα τού πάτρωνα, η προστασία και αντιπροσώπευση τού δούλου που απελευθερώθηκε από τον πρώην κύριό του γενικά και ειδικά μπροστά στα δικαστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πατρωνεία < πατρωνεύω, ενώ ο τ. πατρωνία < πάτρων] … Dictionary of Greek
πάτρων — θηλ. πάτρωνα, ΝΑ, και πάτρωνας, θηλ. πατρόνα Ν νεοελλ. 1. ο προϊστάμενος επιχειρήσεως σε σχέση με τους υφισταμένους του, το αφεντικό 2. γεν. ο προστάτης 3. το θηλ. πάτρωνα και πατρόνα α) η οικοδέσποινα ή η σύζυγος τού οικοδεσπότη, η οικοκυρά β) η … Dictionary of Greek