- ὀστρακεύς
ὀστρακεύς, ὁ, der Verfertiger irdener Geschirre, Töpfer, Nicaenet. 2 (Plan. 191).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀστρακεύς, ὁ, der Verfertiger irdener Geschirre, Töpfer, Nicaenet. 2 (Plan. 191).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οστρακεύς — ὀστρακεύς, έως, ὁ (Α) κεραμέας, κατασκευαστής πήλινων ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον «πήλινο αγγείο» + κατάλ. εύς (πρβλ. κεραμ εύς)] … Dictionary of Greek
ὀστρακεῖ — ὀστρακεύς potter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακᾶς — ὀστρακεύς potter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακέων — ὀστράκεος fem gen pl ὀστράκεος masc/neut gen pl ὀστρακεύς potter masc gen pl ὀστρακέω̆ν , ὀστρακεύς potter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek