- πατρωνεύω
πατρωνεύω, das lat. patrocinor, Inscr. 1695.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατρωνεύω, das lat. patrocinor, Inscr. 1695.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατρωνεύω — Α [πάτρων] 1. είμαι πάτρων* κάποιου, ασκώ τα δικαιώματα τής πατρωνείας 2. παθ. πατρωνεύομαι προστατεύομαι και αντιπροσωπεύομαι από τον πάτρωνά μου, έχω πάτρωνα … Dictionary of Greek
πατρωνευομένους — πατρωνεύω to be a patron pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρωνεύεις — πατρωνεύω to be a patron pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρωνεία — και πατρωνία, ἡ, Α η ιδιότητα τού πάτρωνα, η προστασία και αντιπροσώπευση τού δούλου που απελευθερώθηκε από τον πρώην κύριό του γενικά και ειδικά μπροστά στα δικαστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πατρωνεία < πατρωνεύω, ενώ ο τ. πατρωνία < πάτρων] … Dictionary of Greek