- ὀστρακό-νωτος
ὀστρακό-νωτος, mit hartschaaligem Rücken; ζῶον, Ath. X, 455 d, aus Teucer; Ael. H. A. 9, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀστρακό-νωτος, mit hartschaaligem Rücken; ζῶον, Ath. X, 455 d, aus Teucer; Ael. H. A. 9, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτιλόνωτος — ον, Α φρ. «πτιλόνωτος κάμπη» κάμπια με μεμβρανώδη ράχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλον «πούπουλο» + νωτος (< νῶτον), πρβλ. οστρακό νωτος, χαλκό νωτος] … Dictionary of Greek
οστρακόνωτος — ὀστρακόνωτος, ον (Α) αυτός που έχει τα νώτα καλυμμένα με όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + νῶτον (πρβλ. τυρό νωτος)] … Dictionary of Greek