ὀστρακό-ρῑνος

ὀστρακό-ρῑνος

ὀστρακό-ρῑνος, = ὀστρακόδερμος, Opp. Hal. 1, 313. 5, 589.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κραταίρινος — κραταίρινος, ον (Α) αυτός που έχει σκληρό δέρμα, σκληρό όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + ρινoς (< ῥινός «δέρμα ανθρώπου ή ζώων»), πρβλ. κοσκινό ρινος, οστρακό ρινος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”