- ἀστραπη-βόλος
ἀστραπη-βόλος, ὁ, der Blitzeschleuderer, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀστραπη-βόλος, ὁ, der Blitzeschleuderer, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπινθηροβόλος — α, ο / σπινθηροβόλος, ον, ΝΜΑ αυτός που εκπέμπει σπινθήρες νεοελλ. φρ. α) «σπινθηροβόλο σκότωμα» ιατρ. ενδοπτικό φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται εμφάνιση σκοτεινής κηλίδας με τεθλασμένο φωτεινό περίγραμμα στο οπτικό πεδίο τού ενός ή και τών… … Dictionary of Greek
χαλαζοβόλος — ον, Α αυτός που ρίχνει χαλάζι («χαλαζοβόλα νέφη», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαζα + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ἀστραπη βόλος] … Dictionary of Greek
αστραπηβόλος — ἀστραπηβόλος, ον (Μ) αυτός που ρίχνει αστραπές. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστραπή + βόλος < βάλλω «κτυπώ, ρίχνω»] … Dictionary of Greek
αστραποβόλος — α, ο ο αστραφτερός, εκείνος που εκπέμπει αστραπές. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστραπή + βόλος < βάλλω] … Dictionary of Greek
αστραπόβολο — και βόλι, το και βολος, ο 1. αλλεπάλληλες αστραπές 2. ο κεραυνός 3. αερόλιθος που προέρχεται από κεραυνό σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστραπή + βόλι < μσν. βόλιον, υποκορ. του αρχ. βόλος < βάλλω. Κατά το αστραπόβολο αστραποβόλι … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek