- ἀστραπη-φόρος
ἀστραπη-φόρος, Blitze tragend, πῦρ Eur. Bacch. 2, Blitz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀστραπη-φόρος, Blitze tragend, πῦρ Eur. Bacch. 2, Blitz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αστραπηφόρος — ἀστραπηφόρος, ον (AM) μσν. (αποδίδεται σε αγγέλους) αυτός που έχει για ένδυμα την αστραπή αρχ. ο αστραφτερός, αυτός που φεγγοβολάει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστραπή + φόρος < φέρω) … Dictionary of Greek
πυρφόρος — και πυροφόρος, ο / πυρφόρος και πυροφόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν, πυριφόρος και πουροφόρος, ον, Α 1. (ιδίως για κεραυνό ή αστραπή) αυτός που φέρει πυρ, φωτιά («πυρφόρον... κεραυνόν», Πίνδ.) 2. αυτός που μεταδίδει φωτιά («πυρφόρα βέλη» βέλη που… … Dictionary of Greek