- ἀστρό-βλητος
ἀστρό-βλητος, = ἀστροβλής, Arist. Iuv. et Sen. 6; δένδρα, versengt, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀστρό-βλητος, = ἀστροβλής, Arist. Iuv. et Sen. 6; δένδρα, versengt, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόβλητος — κακόβλητος, ον (Α) (για βέλος) αυτό που ρίχτηκε χωρίς επιτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + βλητος (< βάλλω), πρβλ. αστρό βλητος, πετρό βλητος] … Dictionary of Greek