- ἀ-στρωσία
ἀ-στρωσία, ἡ, das Liegen ohne Bett u. ohne Decken, Plat. Legg. I, 633 c neben ἀνυποδησία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-στρωσία, ἡ, das Liegen ohne Bett u. ohne Decken, Plat. Legg. I, 633 c neben ἀνυποδησία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρώσια — τα, ΝΜ [στρῶσις] νεοελλ. τάπητες για κάλυψη δαπέδου, αλλ. στρωσίδια μσν. (στον Κωδ. Οφφ.) «δεῑ δὲ γινώσκειν ὅτι ἔθος ἐστὶ καθ ἑκάστην ἑτοίμους εἶναι ἵππους ἑπτά, οἳ καλοῡνται στρώσια» … Dictionary of Greek
οδόστρωση — και οδοστρωσία, η (Μ ὁδοστρωσία) το στρώσιμο τής επιφάνειας τού δρόμου με ανθεκτικά υλικά, η κατασκευή οδοστρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οδόστρωση < ὁδός + στρώση μέσω αμάρτυρου *ὁδοστρώνω (πρβλ. λιθό στρωση). Η λ., στον λόγιο τ. όδόστρωσις,… … Dictionary of Greek