πατρωσύνη

πατρωσύνη

πατρωσύνη, , Vaterschaft, Titel der Bischöfe, K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πατρωσύνη — και πατροσύνη, ἡ, Μ [πατήρ, πατρός] η ιδιότητα τού πνευματικού πατέρα, λέξη που χρησιμοποιούσαν σε προσφωνήσεις προς επισκόπους, καθώς και ως φιλοφρονητική έκφραση («ἱκετεύω τὴν σὴν πατρωσύνην», Επιφάν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”