- πασάμην
πασάμην,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πασάμην,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πασάμην — πάσσω sprinkle aor ind mid 1st sg (homeric ionic) πατέομαι eat aor ind mid 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάομαι — Α (ποιητ. ρ. αμάρτυρο στον ενεστ.) 1. λαμβάνω, αποκτώ («πασάμενος ἐπίτασσε», Θεόκρ.) 2. (συν. στον παρακμ.) πέπαμαι έχω κάτι ως κτήμα μου, κατέχω, κέκτημαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αμάρτυρο ενεστ. τ., τού οποίου απαντούν ο μέλλ.… … Dictionary of Greek