ἀσπιδο-φόρος

ἀσπιδο-φόρος

ἀσπιδο-φόρος, schildtragend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλιβανοφόρος — και κριβανοφόρος, ὁ (Μ) (για στρατιώτες) βαριά οπλισμένος, θωρακοφόρος, σιδηρόφρακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανον ή κρίβανον «θώρακας» + φόρος (< φέρω), πρβλ. ασπιδο φόρος, τροπαιο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • πυραγροφόρος — ον, Μ αυτός που έχει πυράγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυράγρα + φόρος (< φέρω), πρβλ. ασπιδο φόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”