- ἀσπιδη-στρόφος
ἀσπιδη-στρόφος, λεώς Aesch. Ag. 799, schildschwingend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀσπιδη-στρόφος, λεώς Aesch. Ag. 799, schildschwingend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρδιοστρόφος — καρδιοστρόφος, ὁ (Μ) αυτός που στρέφει, που ταράζει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + στρόφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. ασπιδη στρόφος, ηνιο στρόφος] … Dictionary of Greek