- πασχικός
πασχικός, bei Hesych. Erkl. von ἐπιληπτικός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πασχικός, bei Hesych. Erkl. von ἐπιληπτικός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πασχικός — one possessed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασχικός — ή, όν, Α επιληπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πασχ τού πάσχω + κατάλ. ικός] … Dictionary of Greek
πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… … Dictionary of Greek