- ἀρώμεναι
ἀρώμεναι, v. l. Hes. O. 22. S. άρόω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρώμεναι, v. l. Hes. O. 22. S. άρόω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρώμεναι — ἀράομαι pray to pres part mp fem nom/voc pl ἀράζω snarl fut part mid fem nom/voc pl ἀρόω plough pres part mp fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρώ — ἀρῶ ( όω) (Α) 1. οργώνω, καλλιεργώ 2. σπείρω 3. (για άνδρα) συνουσιάζομαι και τεκνοποιώ 4. παθ. ( ούμαι) γεννιέμαι 5. μέσ. καρπούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρόω βασίζεται σε πρωταρχικό αθέματο ΙΕ. ενεστώτα δισύλλαβης ρίζας, στην οποία η δεύτερη συλλαβή… … Dictionary of Greek