ἀρώσιμος

ἀρώσιμος

ἀρώσιμος, p. = ἀρόσιμος, γύαι Soph. Ant. 565.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀρώσιμος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρώσιμον — ἀρώσιμος masc/fem acc sg ἀρώσιμος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρώσιμοι — ἀρώσιμος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρώ — ἀρῶ ( όω) (Α) 1. οργώνω, καλλιεργώ 2. σπείρω 3. (για άνδρα) συνουσιάζομαι και τεκνοποιώ 4. παθ. ( ούμαι) γεννιέμαι 5. μέσ. καρπούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρόω βασίζεται σε πρωταρχικό αθέματο ΙΕ. ενεστώτα δισύλλαβης ρίζας, στην οποία η δεύτερη συλλαβή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”