- προ-περύσινος
προ-περύσινος, von zwei Jahren her, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-περύσινος, von zwei Jahren her, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ένος — (I) ἔνος, ο (Α) το έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ένος είναι μτγν. και προήλθε πιθ. κατ απόσπαση από τα σύνθετα δίενος, τρίενος, τετράενος κ.ά. (Για την ετυμολ. τού ενος βλ. λ. ενιαυτός)]. (II) ἔνος, η, ον (Α) (μόνο σε πλάγ. πτώσεις τού θηλ.) μεθαύριο («ἐς… … Dictionary of Greek
προέτειος — ον, Α περυσινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἔτειος) < ἔτος)] … Dictionary of Greek