- ὀρνῑθο-λόχος
ὀρνῑθο-λόχος, den Vögeln auflauernd, ihnen nachstellend, dor. ὀρνιχο-λόχος, Pind. I. 1, 48.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρνῑθο-λόχος, den Vögeln auflauernd, ihnen nachstellend, dor. ὀρνιχο-λόχος, Pind. I. 1, 48.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρυνολόχος — ον, Α (ως χαρακτηρισμός αρπακτικού πτηνού) πιθ. είδος γερακιού που κυνηγάει φρύνους, αλλ. φρυνολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύνη / φρῦνος + λόχος (< λόχος «ενέδρα»), πρβλ. ὀρνιθο λόχος. Ο τ. αποτελεί δ. γρφ. αντί τού φρυνολόγος] … Dictionary of Greek