- ὀρνῑθο-μανία
ὀρνῑθο-μανία, ἡ, unsinnige Liebe zu Vögeln (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρνῑθο-μανία, ἡ, unsinnige Liebe zu Vögeln (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπποδρομομανώ — ἱππόδρομομανῶ, έω (Μ) έχω μανία για ιππόδρομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππό δρομος + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής, ορνιθο μανής] … Dictionary of Greek