- ὀρνῑθο-κάπηλος
ὀρνῑθο-κάπηλος, ὁ, Vogelhändler, Poll. 7, 197, aus Critias.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρνῑθο-κάπηλος, ὁ, Vogelhändler, Poll. 7, 197, aus Critias.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προβατοκάπηλος — ὁ, Α έμπορος προβάτων, προβατέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κάπηλος «μικροπωλητής» (πρβλ. ορνιθο κάπηλος)] … Dictionary of Greek