- ὀρνῑθο-γενής
ὀρνῑθο-γενής, ές, = ὀρνιϑόγονος, Artemid. 1, 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρνῑθο-γενής, ές, = ὀρνιϑόγονος, Artemid. 1, 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κογχογενής — κογχογενής, ές (Α) αυτός που προέρχεται από κοχύλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη + γενής (< γένος), πρβλ. ορνιθο γενής, οστεο γενής] … Dictionary of Greek