- ὀρνῑθο-κόμος
ὀρνῑθο-κόμος, Vögel wartend, pflegend, bes. Hühner (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρνῑθο-κόμος, Vögel wartend, pflegend, bes. Hühner (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυροκομώ — τυροκομῶ, έω, ΝΑ παρασκευάζω τυρί, τυροποιῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + κομῶ (< κόμος*) πρβλ. ὀρνιθο κόμος] … Dictionary of Greek
χοιροκομείο — το / χοιροκομεῑον, ΝΑ χώρος εκτροφής χοίρων, χοιροστάσιο αρχ. 1. πάσσαλος στον οποίο δένονται οι χοίροι 2. επίδεσμος γυναικείου αιδοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κομεῖον (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο κομεῖο[ν], ὀρνιθο κομεῖον] … Dictionary of Greek