- ὀρνῑθο-τρόφος
ὀρνῑθο-τρόφος, Vögel, bes. Hühner fütternd, haltend, Schol. Ar. Pax 1003 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρνῑθο-τρόφος, Vögel, bes. Hühner fütternd, haltend, Schol. Ar. Pax 1003 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
θηριοτρόφος — ὁ (Α και ως επίθ. θηριοτρόφος, ον) το αρσ. ως ουσ. αυτός που διατηρεί θηριοτροφείο, που συντηρεί θηρία και τά εκγυμνάζει για θεαματικές επιδείξεις αρχ. ως επίθ. η χώρα ή ο τόπος όπου ζουν πολλά θηρία, θηριοβριθής, γεμάτος θηρία («[ἡ χώρα] εστίν… … Dictionary of Greek
συοτρόφος — ον, Α 1. αυτός που τρέφει τους χοίρους («συοτρόφος χώρα», Ιώσ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ συοτρόφος ο χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + τροφός (< τρέφω), πρβλ. ορνιθο τρόφος, προδατο τρόφος] … Dictionary of Greek
χηνοτρόφος — ο / χηνοτρόφος, ον, ΝΜΑ εκτροφέας χηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν / χήνα + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μηλο τρόφος, ὀρνιθο τρόφος)] … Dictionary of Greek
περιστεροτρόφος — ο, ΝΑ αυτός που ασχολείται με την εκτροφή και τον πολλαπλασιασμό τών περιστεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερά + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ορνιθο τρόφος] … Dictionary of Greek
σητοτρόφος — ον, Μ το αρσ. ως ουσ. ὁ σητοτρόφος αυτός που τρέφει τους σκόρους, δηλαδή αυτός που συγκεντρώνει βιβλία και δεν τά διαβάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < σής, σητός «σκόρος» + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ὀρνιθο τρόφος] … Dictionary of Greek
στρουθοτρόφος — ον, Μ πτηνοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ορνιθο τρόφος] … Dictionary of Greek
κοχλιοτροφείο — το χώρος όπου εκτρέφονται κοχλίες, σαλιγκάρια, για επιστημονικούς ή και εμπορικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + τροφείο (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριο τροφείο, ορνιθο τροφείο] … Dictionary of Greek
νησσοτροφείο — το (Α νησσοτροφεῑον) χώρος με κατάλληλες εγκαταστάσεις όπου εκτρέφονται πάπιες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσσα «πάπια» + τροφεῖο(ν) (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ορνιθο τροφείο] … Dictionary of Greek