- ὀρνῑθευτική
ὀρνῑθευτική, ἡ, sc. τέχνη, die Kunst des Vogelsangs, Poll. 7, 139, bei Plat. Soph. 220 b als v. l. für ὀρνιϑοϑηρευτική.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρνῑθευτική, ἡ, sc. τέχνη, die Kunst des Vogelsangs, Poll. 7, 139, bei Plat. Soph. 220 b als v. l. für ὀρνιϑοϑηρευτική.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρνιθευτική — ὀρνῑθευτική , ὀρνιθευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορνιθευτικός — ὀρνιθευτικός, ή, όν (Α) [ορνιθευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι πτηνών 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀρνιθευτική η τέχνη τού κυνηγιού πτηνών … Dictionary of Greek