- ὀρνῑθό-παις
ὀρνῑθό-παις, -παιδος, Vogelkind, von Vögeln erzeugt, Lycophr. 731; vgl. Lob. Phryn. 500.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρνῑθό-παις, -παιδος, Vogelkind, von Vögeln erzeugt, Lycophr. 731; vgl. Lob. Phryn. 500.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μητρόπαις — μητρόπαις, αιδος, ἡ (ΑΜ) (ως επίθ. τής Παναγίας) αυτή που, αν και παρθένος, είναι μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + παῖς (πρβλ. θεό παις, ορνιθό παις)] … Dictionary of Greek