- ἀρίθμημα
ἀρίθμημα, τό, die Zahl, Aesch. Eum. 723.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρίθμημα, τό, die Zahl, Aesch. Eum. 723.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρίθμημα — reckoning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρίθμημα — το (Α ἀρίθμημα) [αριθμώ] αρίθμηση … Dictionary of Greek
τἀρίθμημα — ἀρίθμημα , ἀρίθμημα reckoning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριθμώ — (AM ἀριθμῶ, έω) απαριθμώ, μετρώ, υπολογίζω νεοελλ. 1. καθορίζω, χαρακτηρίζω κάτι με αριθμό 2. (για ομάδα ή σύνολο) περιλαμβάνω 3. υπολογίζω κατά προσέγγιση αρχ. 1. υπολογίζω τα χρέη μου, πληρώνω 2. θεωρώ, νομίζω 3. παθ. συγκαταλέγομαι,… … Dictionary of Greek
πάλος — (I) πάλος, ὁ (Α) [πάλλω] 1. κλήρος που βγαίνει από σειόμενη περικεφαλαία 2. (γενικά) κλήρος 3. ψήφος («ἀρίθμημα τῶν πάλων», Αισχύλ.). (II) ο (ΑΜ πᾱλος) μυτερό ξύλο, πάσσαλος, παλούκι αρχ. ομάδα ή ζεύγος ξιφομάχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pālus «μυτερό … Dictionary of Greek